όρκυς

όρκυς
ὄρκυς, -υνος, ὁ (Α)
είδος μεγάλου θύννου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ορκύαλος — ὀρκύαλος, ὁ (Α) όρκυνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ὄρκυς, με επίθημα αλος (πρβλ. θύμ αλος, φύσ αλος)] …   Dictionary of Greek

  • όρκυνος — ὄρκυνος, ὁ (Α) το ψάρι θύννος, ο τόννος. [ΕΤΥΜΟΛ. θεματική μορφή τού ὄρκυς*, υνος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”